Άγιος Εφραίμ της Νέας Μάκρης: Ζωντανές παρουσίες από περιγραφές αυτοπτων μαρτύρων…
Το αρχαίο ιστορικό Μοναστήρι τού Αγίου Εφραίμ τής Νέας Μάκρης, που είναι καί ο τόπος μαρτυρίου του…
Πεντακόσια περίπου χρόνια έχουν περάσει, από τό 1426 , όταν στίς 5 Μαϊου Αγαρηνοί πειρατές, εισβάλλοντας στό μοναστήρι τών Αμώμων, στόν λόφο τής Νέας Μάκρης, παλούκωσαν μέ αναμμένο δαυλό στήν κοιλιά τόν Άγιο Εφραίμ, ηγούμενο τότε σ΄ αυτό τό μοναστήρι…
Έκτοτε παρέμενε άγνωστος, μέχρι τό 1964 , όταν γιά λόγους πού μόνο ό Θεός γνωρίζει, κάνει στόν χώρο τής αρχαίας Μονής καί πάλι ζωντανή τήν παρουσία του…Στό ερειπωμένο αυτό μοναστήρι, ζεί τώρα μιά ευσεβής καλόγρια.
Είναι ή Μακαρία Δεσύπρη, αυτή ή φωτεινή ψυχή πού μέ τήν ταπεινή παρουσία της σημάδεψε τήν ζωή τού Μοναστηριού στά χρόνια πού ακολούθησαν… Διηγείται ή ίδια… –» Καθισμένη πάνω στά ερείπια τού παλιού Μοναστηριού, όπου ή θεία Πρόνοια οδήγησε τά βήματά μου, έφερνα τόν στοχασμό μου σέ χρόνια περασμένα, σέ παλιούς καιρούς, όταν σκορπισμένα ήταν παντού τά κόκκαλα τών Αγίων μαρτύρων…
Καί καθώς καταγινόμουν στό καθάρισμα τών χαλασμάτων, αναλογιζόμουνα ότι βρισκόμουνα σέ τόπο ιερό καί έλεγα, –Θεέ μου, αξίωσέ με τήν ανάξια, νά ιδώ κι΄ εγώ έναν από τούς παλιούς πατέρες πού εδώ έζησαν… Καί ενώ περνούσε ό καιρός έχοντας πάντα εσωτερικά τήν ίδια επιθυμία, ένοιωθα μιά φωνή μέσα μου νά μού λέει, –» Σκάψε, καί εκείνο πού ζητάς θά τό βρείς ! Καί μ΄ έναν τρόπο θαυμαστό, ή μυστική αυτή φωνή, μού υπέδειξε τό κομμάτι γής στήν αυλή τού μοναστηριού, πού έπρεπε νά ψάξω. Ό καιρός περνούσε, καί ή φωνή αυτή, κάθε φορά πιό δυνατή μέ προέτρεπε ν΄ αρχίσω…
Έδειξα τό σημείο στόν εργάτη πού φώναξα γιά μιά άλλη επισκευή, στό παλιό Ηγουμενείο, καί τού είπα νά σκάψει. Αυτός, απρόθυμος άρχισε αλλού τό σκάψιμο. Καί αφού είδα ότι δέν μέ άκουγε νά πάει εκεί πού τού έδειχνα, τόν άφησα νά κάνει τό θέλημά του χτυπώντας τούς άγονους βράχους.
Τελικά, κατάλαβε τό λάθος του καί γύρισε στό σημείο… «…καί φθάνοντας, έπειτα από ώρες, στό 1,70 βάθος, έφερε ό κασμάς στήν επιφάνεια τήν κεφαλή τού ανθρώπου τού Θεού. Τήν ίδια στιγμή, γέμισε άρωμα ή ατμόσφαιρα! Ό εργάτης χλώμιασε, δέθηκε ή γλώσα του, καί κόπηκε ή μιλιά του –Άφησέ με μόνη, τόν παρακάλεσα…