Ένα χάπι που δεν λείπει από κανένα σπίτι μπορεί να λειτουργήσει ως «ασπίδα» για τον κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου του παχέος εντέρου.
Σύμφωνα με μελέτη που διεξήχθη από ερευνητές του αμερικανικού οργανισμού υγείας «Mass General Brigham», η προληπτική λήψη ασπιρίνης μπορεί να μειώσει τον κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου του παχέος εντέρου, ιδιαίτερα σε άτομα με υψηλό κίνδυνο λόγω τρόπου ζωής. Η έρευνα δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό «JAMA Oncology».
Ο καρκίνος του παχέος εντέρου είναι η δεύτερη συχνότερη αιτία θανάτου από καρκίνο στις ΗΠΑ. Προηγούμενες οδηγίες από την Ομάδα Εργασίας για την Πρόληψη των ΗΠΑ συνιστούσαν τη χορήγηση χαμηλής δόσης ασπιρίνης για την πρόληψη καρδιαγγειακών παθήσεων και καρκίνου του παχέος εντέρου σε ενήλικες ηλικίας 50-59 ετών. Ωστόσο, αυτή η σύσταση αποσύρθηκε το 2016, εν μέρει λόγω ανησυχιών για τον αυξημένο κίνδυνο γαστρεντερικής αιμορραγίας.
Στη νέα μελέτη, αναλύθηκαν τα δεδομένα υγείας 107.655 συμμετεχόντων, με μέση ηλικία 49,4 ετών. Συγκρίθηκαν τα ποσοστά καρκίνου του παχέος εντέρου μεταξύ αυτών που έπαιρναν τακτικά ασπιρίνη και αυτών που δεν το έκαναν. Η τακτική χρήση ασπιρίνης ορίστηκε είτε ως λήψη δύο ή περισσότερων τυπικών δισκίων (325 mg) την εβδομάδα, είτε ως καθημερινή λήψη χαμηλής δόσης (81 mg).
Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι οι συμμετέχοντες που έπαιρναν τακτικά ασπιρίνη είχαν 1,98% πιθανότητα εμφάνισης καρκίνου του παχέος εντέρου στη δεκαετία, σε σύγκριση με 2,95% για εκείνους που δεν έπαιρναν ασπιρίνη. Η ασπιρίνη φάνηκε να έχει μεγαλύτερο όφελος σε άτομα με λιγότερο υγιεινό τρόπο ζωής. Οι συμμετέχοντες με τον πιο ανθυγιεινό τρόπο ζωής είχαν 3,4% πιθανότητα ανάπτυξης καρκίνου του παχέος εντέρου αν δεν έπαιρναν ασπιρίνη, ενώ αυτή η πιθανότητα μειωνόταν σε 2,12% με τη χρήση ασπιρίνης.
Αντίθετα, άτομα με υψηλότερες βαθμολογίες υγιεινού τρόπου ζωής είχαν 1,5% πιθανότητα εμφάνισης της νόσου με τη χρήση ασπιρίνης και 1,6% χωρίς τη χρήση της.
Οι ερευνητές τονίζουν ότι η μελέτη δεν εξέτασε τις πιθανές παρενέργειες της καθημερινής λήψης ασπιρίνης, όπως η αιμορραγία, και αναγνωρίζουν ότι μπορεί να υπάρχουν άλλοι παράγοντες που επηρέασαν τα αποτελέσματα, παρά τις προσπάθειες ελέγχου πολλών παραγόντων κινδύνου.